- ανδραγάθημα
- το подвиг, доблестный поступок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνδραγάθημα — brave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγάθημα — το (Α ἀνδραγάθημα) η γενναία πράξη, το κατόρθωμα … Dictionary of Greek
ανδραγάθημα — το ηρωικό κατόρθωμα: Καυχιόταν πάντα για το ανδραγάθημά του εκείνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθημάτων — ἀνδραγάθημα brave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασι — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασιν — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματα — ἀνδραγάθημα brave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματι — ἀνδραγάθημα brave neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματος — ἀνδραγάθημα brave neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek